- φιλήματος
- φίλημαkissneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης — (105 – 171 μ.Χ.). Μυστικιστής από το Άβωνο της Θράκης. Ίδρυσε στο χωριό αυτό ένα θεραπευτήριο, το οποίο εξελίχθηκε σε κέντρο λατρείας και μυστηρίων. Τα μυστήρια αυτά διαιρούνταν σε τρεις βαθμούς, που ονομάζονταν ημέρες. Ο πρώτος βαθμός αφορούσε… … Dictionary of Greek
BASIA — I. BASIA iactare, apud Phaedrum, l. 5. Fab. 8. v. 29. Iactat basia Tibicen, est populum adorare. Manum enim osculantes, dein eam porrigebant ad eos, quorum honori ac venerationi dabatur illud osculum: sicque protensione manus, quam prius erant… … Hofmann J. Lexicon universale
OSCULUM — res sacra, utpote quâ quasi Anima, quâ nihil nobis pretiosius, transfunditur. Proin eius usque adeo religiosi fuêre Veteres, Romani inprimis, ut cuiquam temere Osculum dare nefas esset, nec Sponso quidem, nihil semel tantum liceret,… … Hofmann J. Lexicon universale
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
ισχνίδες — ἰσχνίδες, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄγκυραι, ἰσχάδες καὶ φιλήματος εἶδος» … Dictionary of Greek
καταγλυπτόν — (Α) [καταγλύφω] (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος φιλήματος» … Dictionary of Greek
καταφίλημα — καταφίλημα, το (AM) [καταφιλώ] μσν. 1. ζωηρό, θερμό φίλημα 2. (χωρίς επιτ. σημ.) φίλημα αρχ. ερωτικό, λάγνο φίλημα («οἶς πρόσεστιν ή ἐκ καταφιλήματος, ἀλλ οὐχ ἡ ἐκ γνησίου φιλήματος ἀποδοχή», Φίλ.) … Dictionary of Greek
μανταλωτός — ή, ό (AM μανδαλωτός, ή, όν) [μανταλώνω] κλεισμένος με μάνταλο, με σύρτη, αμπαρωμένος μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μανδαλωτόν είδος ηδυπαθούς φιλήματος αρχ. ασελγής … Dictionary of Greek
σκιμβασμός — Α [σκιμβάζω] (κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος» … Dictionary of Greek